Καναδέζος

Καναδέζος
ο
θηλ. -έζα ο Καναδός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Καναδός — ή και Καναδέζος, α ο υπήκοος τού κράτους τού Καναδά ή αυτός που κατάγεται από τον Καναδά …   Dictionary of Greek

  • καναδέζικος — η, ο καναδικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Καναδέζος < Καναδάς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”